Σχεδόν κοντά, σχεδόν μαζί

unsent letter 4
Έχουμε να μιλήσουμε κάτι παραπάνω από μήνα.

Για την ακρίβεια, 39 μέρες και μια ακόμα Τετάρτη. Μη το θεωρήσεις υπερβολή που το θυμάμαι. Προσπαθώ να σκοτώσω τον χρόνο που περνάω μακριά σου.

Δεν με πονάει που δεν βλέπω τα μάτια σου. Ούτε που λείπει από το δέρμα μου το άγγιγμά σου. Αυτό που με σκοτώνει είναι η ησυχία του τηλεφώνου μου. Αυτό, που ανοίγω την οθόνη και δεν έχει μήνυμά σου. Μια ειδοποίηση που να υποδηλώνει την παρουσία σου στη ζωή μου.

Έστω και έτσι, ναι. Μπαίνω πού και πού και παρατηρώ την πράσινη κουκίδα δίπλα από το όνομά σου, μέχρι να γίνει «ενεργός πριν από…». Και έπειτα ακολουθεί ατελείωτο σκρολάρισμα, μήπως και βρω το ενδιαφέρον, που λείπει από τη δική μου ζωή, στη ζωή των άλλων.

Και κάπου εκεί — μέσα σε ήχους, εικόνες και φίλτρα — μια φωτογραφία με το βαρύγδουπο «ο σωστός άνθρωπος, τη λάθος στιγμή».

Κυλάω το δάχτυλο στην οθόνη, να αφήσω την πολυπόθητη καρδούλα της ταύτισης. Αυτό ήσουν εσύ για μένα. Ο σωστός άνθρωπος στην πιο λάθος μου (μας;) στιγμή.

Ήρθες σε μια φάση που φαινομενικά ήταν όλα τακτοποιημένα. Εκείνη την στιγμή ένιωθα την απόλυτη αυτάρκεια‧ δεν χρειαζόμουν τίποτα. Μέχρι που συνάντησα τα μάτια σου. Και κάλυψαν ολοκληρωτικά το κενό που δεν γνώριζα ότι υπήρχε μέσα μου. Και κάτι μου έλεγε πως έκανα κι εγώ το ίδιο για σένα.

Σε ακολούθησα, σχεδόν χωρίς να το σκεφτώ, σ’ έναν χορό που δεν ήξερα τα βήματα, αλλά δεν με ένοιαζε. Δεν μου ήταν εύκολο, αλλά παρασύρθηκα σχεδόν αμέσως από την γοητεία σου. Βρήκα μια φωλιά στα χέρια σου. Και το γέλιο σου — τόσο γρήγορα — έγινε η αγαπημένη μου μελωδία. Και όσο κι αν δεν σου άρεσαν αυτές οι γλυκανάλατες σκέψεις, είχε γίνει το αγαπημένο μου χόμπι να σε πειράζω και να απολαμβάνω την υπέροχη προσπάθεια που έκανες να με τσιγκλήσεις κι εσύ.

Ωστόσο, αυτή η φλόγα έσβησε όσο γρήγορα σβήνουν τα πυροτεχνήματα στον ουρανό. Δεν ήθελες άλλο, δεν άντεξες. Δεν μπόρεσα παραπάνω, δεν τόλμησα. Και κάπως έτσι, χαθήκαμε. Κι αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, γιατί σε έχω ακόμη στο μυαλό μου σαν κάτι σωστό;

Το timing δεν βοήθησε κανέναν μας να αντικρύσουμε την αλήθεια κατάματα. Αυτό λέω στον εαυτό μου για να τον παρηγορώ, εκείνες τις στιγμές που η απουσία σου στο κρεβάτι μου με διαλύει. Αυτό, φαντάζομαι, λες και εσύ, όταν κοιτάζεις το βιβλίο που σου χάρισα στη γιορτή σου. Η λάθος η στιγμή.

Τραβάω το χέρι μου από το like. Ξέρεις τι; Δεν με εκφράζει τελικά αυτή η φράση!

Δεν υπάρχει λάθος στιγμή, όταν νοιάζεσαι πραγματικά για κάτι. Δεν υπάρχει σωστός και λάθος άνθρωπος. Είμαστε όλοι το άθροισμα των επιλογών μας, μου έλεγες. Όλες αυτές οι μελιστάλαχτες δηλώσεις υπάρχουν απλώς για να καλύψουν τη μεγάλη μας ανεπάρκεια. Την τεράστια φοβία μας να παλέψουμε για κάτι που θεωρούμε πως αξίζει. Ή για να χαϊδέψουμε τα αφτιά μας, και τα αφτιά του άλλου ανθρώπου. Για να μην πληγώσουμε και να μην πληγωθούμε.

Οι σωστοί άνθρωποι, αν μπορούμε να τους πούμε έτσι, είναι αυτοί που είναι εκεί. Σταθερά, σιωπηλά, αβίαστα. Αυτοί που, παρά τις όποιες δυσκολίες, κατάφεραν να τα βάλουν με τον χρόνο, να αναμετρηθούν μαζί του και να αποδείξουν πως μπορούν. Μπορούν απλώς να είναι κοντά μας. Γιατί απλώς δεν μπορούν διαφορετικά.

Δεν ήρθες για να μείνεις. Κι εγώ δεν ήμουν έτοιμη να σε κρατήσω. Όμως, δεν το ήξερα ακόμη.

Σχεδόν κοντά.

Σχεδόν μαζί.

Και τελικά, αυτό το «σχεδόν» είναι το πιο σωστό συμπέρασμα στην πιο κατάλληλη στιγμή. Δεν ήταν τυχαίο. Ήταν επιλογή.

Όχι, δεν ήταν η λάθος στιγμή. Ήμασταν απλώς άνθρωποι που δεν θέλανε αρκετά.
Κι αυτό, όση ώρα κι αν το αναλύσεις, δεν αλλάζει.

Πάλι η κουκίδα σου πρασίνισε. Μα, και οι δύο είμαστε offline σε αυτό το παιχνίδι.

Noted. Πάμε παρακάτω.

 

Εγγραφείτε στο newsletter για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία μας νέα και να λαμβάνετε μηνιαία αποκλειστικά κείμενα!

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *