Dolce far niente: μια υπόσχεση που (δεν) τηρείται

unsent letter 1

Αν είσαι σινεφίλ, ξέρεις καλά πόσο βαθιά μπορεί να σε αγγίξει μια και μόνο ατάκα από μια ταινία. Αυτό συνέβη και σε μένα, όταν είδα το Eat, Pray, Love — την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ. Η ταινία άργησε να έρθει στη ζωή μου. Έφτασε, όμως, στην πιο κατάλληλη στιγμή: μια περίοδο που ένιωθα κολλημένη, εγκλωβισμένη σε μια ρουτίνα που με έπνιγε, αλλά δεν ήξερα πώς να τη σπάσω.

Ανάμεσα στις εικόνες, τις χώρες, τις αναζητήσεις, υπήρχε μια μικρή ιταλική φράση που καρφώθηκε στο μυαλό μου: dolce far niente. Η γλυκύτητα της απραξίας. Το να αφιερώνεις χρόνο στο να μην κάνεις τίποτα. Τίποτα, με την ουσιαστική του έννοια. Όχι Netflix, όχι scroll, όχι multitasking. Απλώς… να υπάρχεις.

Σκέφτομαι γιατί είναι τόσο δύσκολο να το καταφέρουμε αυτό σήμερα.

Από παιδιά μάθαμε ότι όποιος κάθεται, χάνει. Ότι όποιος αδρανεί, μένει πίσω. Ως ενήλικες, νιώθουμε ενοχή αν δεν είμαστε συνεχώς απασχολημένοι. Κι όμως, όταν δεν κάνεις τίποτα, γεννιούνται οι καλύτερες ιδέες. Ονειρεύεσαι, επεξεργάζεσαι, ανασαίνεις.

Το dolce far niente δεν είναι αδιαφορία. Είναι παρουσία. Είναι η συνειδητή επιλογή να σταματήσεις, να μην τρέχεις. Να απολαύσεις μια στιγμή χωρίς να τη σπρώχνεις ή να την αγνοείς για κάτι άλλο, πιο «σημαντικό». Να κάθεσαι με έναν φίλο και να μιλάτε για το τίποτα. Να ακούς έναν ήχο, να χαμογελάς χωρίς λόγο. Να αφήνεσαι.

Τα ταξίδια είναι η ευκαιρία μου να το ζήσω αυτό. Πατάω παύση.

Όταν φεύγω από την πόλη μου, αφήνω πίσω και τους ρυθμούς της. Επιλέγω να περπατάω αργά, να κοιτάζω γύρω μου, να αφήνω το φως να με αγγίζει. Επιλέγω να το ζω, όχι να τρέχω.

Έτσι βρέθηκα στο Μιλάνο.

Έτοιμη να ζήσω το dolce far niente στην καρδιά της Ιταλίας. Με το που βγήκα από το τρένο, σχεδόν ένιωσα το σώμα μου να χαλαρώνει. Όμως η πόλη είχε άλλα σχέδια. Ο κόσμος έτρεχε. Φωνές, κόρνες, κινητά παντού. Πρόσωπα χαμένα στις οθόνες, βλέμματα βιαστικά, σχεδόν θολά. Το σώμα μου ζητούσε ηρεμία. Η πόλη, όμως, επέβαλλε κίνηση.

Περίμενα να βρω το dolce far niente παντού. Αντίθετα, βρήκα φρενίτιδα. Και με ενόχλησε. Με απογοήτευσε. Σκέφτηκα: είναι δυνατόν να ζεις σε μια τόσο όμορφη πόλη και να μη σταματάς ούτε για ένα λεπτό να την κοιτάξεις;

Αλλά εκεί ήταν και η πρώτη μου λανθασμένη υπόθεση.

Το ότι εγώ ήρθα να ζήσω κάτι συγκεκριμένο, δεν σημαίνει ότι οι άλλοι γύρω μου το αναζητούν. Το dolce far niente δεν είναι πολιτισμική υποχρέωση. Είναι προσωπική στάση. Δεν θα το βρεις μόνο και μόνο επειδή πάτησες ιταλικό έδαφος.

Κατάλαβα ότι το dolce far niente δεν είναι χώρος. Δεν είναι ατμόσφαιρα. Είναι μόνο μια απόφαση. Κάτι που χτίζεται εσωτερικά. Αν περιμένεις να σου το προσφέρει ο τόπος ή οι γύρω σου, θα απογοητευτείς. Όλοι έχουμε τον δικό μας ρυθμό. Τη δική μας στιγμή για να σταματήσουμε. Κι αυτό δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό — είναι απλώς αλήθεια.

Το ότι εγώ αποφάσισα να αφήσω πίσω μου τον θόρυβο, δεν σημαίνει ότι τον άφησαν κι οι άλλοι. Το ότι ήρθα έτοιμη να απολαύσω τη σιωπή, δεν σημαίνει ότι και η πόλη θα μου την προσφέρει.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν χαραμάδες.

Το να φας ένα panzerotti στη Galleria. Να χαζέψεις ένα περιστέρι που πετά γύρω από τη Duomo. Να ακουμπήσεις το κόκκινο βελούδο στη Scala. Στιγμές. Που, αν τις επιλέξεις, αν σταθείς λίγο παραπάνω μέσα τους, μπορεί να γίνουν μικρά κεφάλαια ηρεμίας.

Ναι. Σε αυτή την πόλη όλοι βιάζονται κάπου να πάνε.

Μα εσύ… Στάσου λίγο. Μήπως η πιο πολύτιμη στιγμή δεν είναι αυτή που κυνηγάς, αλλά αυτή που μόλις άφησες πίσω σου;

Το Μιλάνο δεν μου έδωσε το dolce far niente που περίμενα.

Αλλά μου έμαθε κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: ότι αυτή η φιλοσοφία δεν προσφέρεται, ούτε επιβάλλεται.

Διεκδικείται. Από εμάς τους ίδιους.

letter milan

Εγγραφείτε στο newsletter για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία μας νέα και να λαμβάνετε μηνιαία αποκλειστικά κείμενα!

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *