
Γεια.
Σου γράφω αυτό το γράμμα χωρίς φανφάρες και γλυκανάλατες εισαγωγές. Άλλωστε, ξέρω ότι ποτέ δεν ήταν του γούστου σου οι ρομαντισμοί. Σου γράφω αυτό το γράμμα χωρίς ίχνος ντροπής ή δισταγμού. Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου πω απλά ότι μου λείπεις.
Βασικά, η ζωή χωρίς εσένα συνεχίστηκε. Άσχετα με όσα πίστευα, όταν χάθηκες. Άσχετα με το αν η ανάσα μου κόπηκε την τελευταία φορά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Συνεχίστηκε και συνεχίζεται. Η μία μέρα διαδέχεται την άλλη. Ξυπνάω το πρωί και βάζω όποιο χαζοτράγουδο μου έρθει στο μυαλό. Χορεύω ενώ φτιάχνω τον καφέ μου. Τον πίνω στο μπαλκόνι και απολαμβάνω τον ήλιο. Ή τη βροχή.
Ναι, ακόμα και όταν βρέχει βγαίνω. Θυμάσαι πόσο απέφευγα τη βροχή; Ε, τώρα την αγκάλιασα κι αυτή. Δεν περιμένω πια το καλοκαίρι για να ζήσω. Δεν περιμένω τίποτα για να νιώσω τη χαρά. Και ξέρεις, καμιά φορά όλα αυτά μοιάζουν τέλεια. Μέχρι που κάτι μικρό, κάτι σχεδόν ασήμαντο, με τραβάει πίσω σε εσένα. Όπως ένας ξαφνικός ήχος, μια σκέψη, ή εκείνο το ηλιοβασίλεμα που πάντα μου έλεγες ότι πρέπει να βλέπουμε σιωπηλοί.
Η δουλειά πάει καλά. Ακόμα και τις μέρες που δεν έχω όρεξη, τα καταφέρνω και τελειώνει. Μου είναι δύσκολο να μην δουλεύω. Θυμάσαι πόσες φορές με μάλωνες για το πόσο δούλευα; Ψάχνω ακόμα το πώς θα κάνω τα πράγματα καλύτερα. Ψάχνω ακόμα τη διαφυγή από τη ρουτίνα της. Νομίζω, όμως, ότι πλέον είμαι σε καλό δρόμο. Έχω αρχίσει να με προστατεύω, να με νοιάζομαι λιγάκι παραπάνω, να με απομακρύνω από καταστάσεις που δεν με ικανοποιούν.
Κρατάω την αγαπημένη σου κούπα. Αυτή που πάντα έλεγες ότι έχει την ιδανική λαβή για το χέρι σου. Το πρώτο γουλιά-γουλιά πρωινό μας ξεκίνημα. Τώρα πια, είναι το μόνο που θυμίζει την παρουσία σου στο σπίτι μου. Κι όταν, καμιά φορά, παρατηρώ το ηλιοβασίλεμα ή κοιτάζω εισιτήρια για έναν νέο προορισμό, σκέφτομαι πώς θα ήταν να συνεχίζαμε να ανακαλύπτουμε τον κόσμο παρέα.
Δεν σε σκέφτομαι συχνά πια. Μόνο όταν καμιά φορά ακούσω το όνομά σου σε μια τυχαία συζήτηση. Ή όταν δω μια εικόνα από ένα μέρος στο οποίο ταξιδέψαμε παρέα.
Διάβασα κάπου ότι το πρώτο πράγμα που ξεχνάει ο εγκέφαλος είναι η φωνή ενός ανθρώπου. Με τρόμαξε τόσο πολύ αυτό, που ένιωσα την ανάγκη να σου τηλεφωνήσω. Δεν ήθελα να σου μιλήσω. Ήθελα απλώς να σε ακούσω να μου λες «ναι» και να το κλείσω. Ήθελα να δώσω λίγο περιθώριο στο μυαλό μου, λίγο ακόμα χρόνο, πριν σε διαγράψει.
Πληκτρολόγησα τον αριθμό σου και πήγα να πατήσω το πράσινο κουμπί, μα… Σκέφτηκα ότι μπορεί να σε ενοχλήσω. Σκέφτηκα ότι μπορεί να μην απαντήσεις καν. Δεν ήθελα να σου δώσω για ακόμα μια φορά την ευκαιρία να μου δείξεις ότι δεν με θέλεις.
Λοιπόν, θέλω να σου τηλεφωνήσω, μα… Δεν πρέπει. Οπότε θα στα λέω όλα σε αυτό το γράμμα. Και, ευτυχώς, δεν θα το δεις ποτέ.
Μαθαίνω σιγά σιγά να με αγαπάω. Ίσως γιατί έχω μέσα μου κάτι από όλα όσα μου έμαθες. Ίσως γιατί, χάνοντάς σε, βρήκα ξανά εμένα.
Μου λείπεις. Και ελπίζω να είσαι καλά.
Σε αφήνω,
χωρίς αποφώνηση.
