
Κάποια γράμματα μιλούν για σχέσεις που αλλάζουν, που δοκιμάζονται και που ξαναβρίσκονται. Όπως αυτό. Βάσω μου, σε ευχαριστώ για το μοίρασμα!
Μπαμπά,
Δε θυμάμαι πότε ακριβώς σταμάτησα να σε βλέπω σαν “μπαμπά” και άρχισα να σε βλέπω σαν “αφεντικό”.
Ίσως κάπου ανάμεσα στις παραγγελίες, τα τιμολόγια και τα βλέμματα που δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτα για να συνεννοηθούμε.
Ίσως τότε που κάθε μέρα ήταν και μια πρόβα επιβίωσης. Για τη δουλειά. Για εμάς.
Δουλέψαμε μαζί 18 χρόνια. Κάποιοι θα πουν “τι τύχη”. Άλλοι θα πουν “τι βάρος”. Εγώ πια λέω: και τα δύο.
Έμεινα, πολλές φορές, για να σε προστατέψω. Έφυγα, τελικά, για να με σώσω.
Για να μη χρειαστεί να γίνουμε δύο άνθρωποι που μόνο καλημερίζονται τυπικά πίσω από ένα γραφείο.
Για να μη χαθεί αυτό που υπήρχε πριν μπουν ανάμεσά μας οι αγωνίες, οι λογαριασμοί, οι προσδοκίες.
Γιατί όσο κι αν δεν το έλεγες, ήξερα ότι περίμενες από εμένα κάτι που δεν μπορούσα να σου δώσω.
Ή δεν ήθελα.
Ή δεν ήμουν έτοιμη να δώσω με τον τρόπο σου.
Πέρασα χρόνια θυμωμένη.
Με σένα, με μένα, με αυτό το “μαζί” που άλλοτε έμοιαζε σαν οικογένεια και άλλοτε σαν παγίδα.
Αλλά ο θυμός, μπαμπά, δεν είναι παρά πόνος με άλλο όνομα.
Και κάποια στιγμή, σταμάτησε να με κρατάει.
Άρχισα να σε βλέπω ξανά.
Πέρα από τις συγκρούσεις.
Πέρα από τις επιλογές μας.
Τώρα, βλέπω τον άνθρωπο που πάλεψε. Που σήκωσε πολλά. Που προσπάθησε όπως ήξερε. Που ήταν πιο τρυφερός απ’ όσο έδειχνε και πιο κουρασμένος απ’ όσο παραδεχόταν.
Και σου γράφω αυτό το γράμμα, γιατί ήθελα να σου πω:
Σε καταλαβαίνω περισσότερο πια.
Και σ’ ευχαριστώ.
Για όσα μου έδωσες, αλλά και για όσα δεν μπόρεσες να μου δώσεις.
Γιατί κι αυτά, μπαμπά, ήταν μαθήματα.
Και η σχέση μας – ίσως κουτσουρεμένη, τσακισμένη, αλλά υπαρκτή – ήταν πάντα εκεί. Σαν χορδή που δεν έσπασε, ακόμα κι όταν έπαψε να ηχεί.
Δεν ξέρω αν θα σου το διαβάσω ποτέ.
Αλλά ήθελα να το γράψω.
Γιατί εσύ ήσουν – και είσαι – ένα κομμάτι μου που δεν φεύγει.
Με αγάπη,
Βάσω