Μου χρωστάς ένα καλοκαίρι

unsent letter 4

Άκου… είναι 2 και 10 το ξημέρωμα. Κάθομαι στο μπαλκόνι και χαζεύω τον ουρανό. Τα αστέρια απόψε μου έκαναν το χατίρι. Αστράφτουν. Η μισογεμάτη σελήνη είναι η μόνη μου παρέα. Να δεις που αύριο θα έχει πανσέληνο.

 Όλα είναι τόσο ήσυχα, όταν κοιμάται ο κόσμος.

Το μόνο που ακούγεται είναι ένα θλιμμένο τριζόνι και η κάφτρα απ’ το κερί που σιγοκαίει δίπλα μου. Α, κι οι σκέψεις μου, που για μια ακόμα βραδιά δεν αποφάσισαν να βγάλουν το σκασμό. Ειλικρινά, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα ήθελα να σπάσω αυτή την ησυχία με μια όμορφη μελωδία. Τι κρίμα που πρέπει να κάνω χώρο για να ακουστεί όλη αυτή η βαβούρα.

Μυρίζει έντονα το γιασεμί. Ξέρεις πόσο μου αρέσει αυτή η μυρωδιά.

Είναι ένας από τους λόγους που αγαπώ τόσο πολύ τα βράδια του καλοκαιριού. Αυτή η μεθυστική μυρωδιά με ταξιδεύει σε όλα τα προηγούμενα καλοκαίρια. Ειδικά σε εκείνα που πέρασα μαζί σου. Τι βλακεία και αυτή, να σε συνδέσω με το αγαπημένο μου άρωμα! Να μην ξέρω τι από τα δύο πρέπει να αφήσω πίσω μου. Να μην αντέχω να χάσω τίποτα από τα δύο.

Κι όμως, να ‘μαι, μόνη σε ένα μπαλκόνι στη μέση του πουθενά αυτού του πλανήτη.

Μόνη μέσα σε ένα σύμπαν που στριφογυρίζει σε τρελές ταχύτητες και προχωράει, προχωράει τόσο γρήγορα και ανεμπόδιστα, λες και θέλει να μου μπήξει κι άλλο το μαχαίρι στην πληγή, λες και θυμώνει που δεν μπορώ να κάνω βήμα μακριά σου. Ο ιδρώτας κυλά στο μέτωπό μου και το αεράκι τον κρυώνει. Άκου τώρα οξύμωρο! Σαν όλα να θέλουν να μου δείξουν πως έχω την ευλογία να ζω για μια ακόμα χρονιά στην αγαπημένη μου εποχή, κι εγώ να μην μπορώ να ξεκολλήσω απ’ τον χειμώνα σου.

Δεν ξέρω αν το μεγαλύτερο έγκλημα ήταν το να σε λούσω με γιασεμιά ή το να σε κάνω μέρος της αγαπημένης μου ιεροτελεστίας.

Καταλήγω ότι… δεν έπρεπε να είχα δει ούτε ένα ηλιοβασίλεμα μαζί σου. Δεν έπρεπε να έχω δει τον ήλιο να αγγίζει το δέρμα σου και να το βάφει με το γλυκό πορτοκαλί του. Δεν έπρεπε να έχω δει τα μάτια σου να λάμπουν περισσότερο απ’ τις αχτίδες του, καθρεφτίζοντας μέσα τους τη μαγεία αυτής της ώρας, τη μαγεία της ηρεμίας της στιγμής.

Λες και οι χειμώνες σου έσβηναν μονομιάς και δεν μας περίμεναν το επόμενο δευτερόλεπτο στην επόμενη γωνία. Λες και πίστευα ότι θα προλάβαινα να πω «φτου, ξελεφτερία» και να διώξω κάθε ομίχλη που έφερνε ξανά στην ύπαρξή σου η αποχώρηση του ηλιακού αυτού θαύματος.  Δεν καταλάβαινα, η χαζή, πως το να παίζεις κρυφτό με κάποιον που θέλει τόσο πολύ να κρυφτεί είναι μάταιος κόπος.

Ξέρεις, δεν σου κρατάω καμιά κακία. Δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι ίδιοι.

Ο καθένας κουβαλάει τα δικά του βάσανα, τις δικές του πληγές. Και πολλές φορές δεν θέλει καν να απαλλαγεί από αυτές. Βρίσκει εκεί μέσα το ασφαλές του καταφύγιο και κουρνιάζει. Έχει πιστέψει τόσο βαθιά πως του αξίζει ο πόνος, που δεν μπορεί ούτε να φανταστεί το πώς θα ήταν ένα γενναίο βήμα έξω από αυτόν τον κύκλο. Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, κάθε ελπιδίτσα χαράς τού φαίνεται ψεύτικη. Κάθε ευκαιρία ευτυχίας μοιάζει σαν λαχείο. Πολλοί το προσπαθούν, λίγοι το πιάνουν. «Ποιος είμαι εγώ, για να μου αξίζει κάτι τέτοιο;»

Για λίγο πίστεψα κι εγώ ότι τα καλοκαίρια είναι μια ψευδαίσθηση.

Μια απατηλή εικόνα, που ζει μέσα μας όσο είμαστε παιδιά. Και όσο μεγαλώνουμε γίνεται χίμαιρα. Όλο τα κυνηγάς και όλο κάπως σου ξεφεύγουν. Κι αν ισχύει αυτό, τότε εγώ πώς έζησα κατακαλόκαιρα μαζί σου; Πώς μέσα σε τόση συννεφιά, εγώ κατάφερα να γευτώ την αλμύρα σου;

Θυμάσαι εκείνο το βράδυ στην Φολέγανδρο; Ήταν μια νύχτα σαν κι αυτή.

Εσύ χάζευες, σιωπηλός, τη θάλασσα κι εγώ ζωγράφιζα στην άμμο ακανόνιστες καμπύλες.  Ένα αστέρι έπεσε και μου το έδειξες. «Κάνε μια ευχή και μη μου την πεις», μου είπες. Κι εγώ ευχήθηκα να μην τελειώσει ποτέ αυτή η νύχτα. Να είναι κάθε μας νύχτα έτσι. Ζέστη, ήσυχη και γεμάτη από εσένα. Τελικά, το μόνο που σου είπα είναι πως δεν πιστεύω σε αυτά. Κι όμως… όλη η ύπαρξή μου ήθελε να χαθεί μέσα στα μάτια σου. Ήθελα όσο τίποτα να γευτώ τα χείλη σου. Υπέφερα στην ιδέα πως δεν θα γίνω ποτέ για σένα αυτό που ήσουν εσύ για ‘μενα. Μου χρωστάς ένα ίδιο καλοκαίρι.

Καλά έκανα και δεν πίστευα σε αυτά. Μια τέτοια νύχτα, σαν κι αυτή, δεν θα ‘πρεπε να είμαι σε αυτό το μπαλκόνι στη μέση του πουθενά. Δεν θα ‘πρεπε να σου θυμώνω, ούτε να σκέφτομαι πως ο κρύος ιδρώτας από το αεράκι μού θυμίζει εσένα. Έπρεπε να ήσουν εδώ. Με όλους τους χειμώνες σου. Και με μια τρελή επιθυμία να θες να τους γεμίσεις γιασεμιά.

Γι’ αυτό σου λέω: Μου χρωστάς ένα καλοκαίρι.

Μια εποχή που τίποτα από όσα έγιναν δεν θα υπάρχουν. Μου χρωστάς ακόμα ένα κυνήγι του δειλινού. Ακόμα μια φορά να δω αυτά τα χρώματα πάνω σου, για μια φορά να μην χαθείς μέσα στο γκρίζο. Μου χρωστάς για μια φορά να μην κρυφτείς πίσω από αδυναμίες.

Κι αν νιώθεις πως όλα αυτά δεν σε αγγίζουν, μου χρωστάς να με αφήσεις να βρω το δικό μου καλοκαίρι, ακόμα και σε αυτό το μπαλκόνι στη μέση του πουθενά, με τα τριζόνια και την ησυχία της νύχτας, όταν ο κόσμος τελικά κοιμάται.

 

Εγγραφείτε στο newsletter για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία μας νέα και να λαμβάνετε μηνιαία αποκλειστικά κείμενα!

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *