Κρύβεται ομορφιά στο να χάνεσαι

unsent letter 4

Η Βενετία δεν ανήκει σε κανέναν χρόνο.

Δεν είναι ούτε παρελθόν, ούτε παρόν—αιωρείται πάντα κάπου ενδιάμεσα. Στενά δρομάκια, απαλοί κυματισμοί νερού, πρόσωπα μισοκρυμμένα πίσω από μάσκες. Όλα μοιάζουν σαν να υποδύονται κάτι άλλο, κι όμως εδώ νιώθω πως τίποτα δεν χρειάζεται να είναι κάτι πέρα από τον εαυτό του.

Ο αέρας μυρίζει αλάτι, υγρή πέτρα και κάτι γλυκό—κανέλα ή καμένη ζάχαρη, δεν είμαι σίγουρη. Το νερό στα κανάλια καθρεφτίζει τα φώτα των φαναριών, τα παραμορφώνει απαλά, σαν να θέλει να κρατήσει για λίγο ακόμα την εικόνα τους, πριν την αφήσει να σβήσει. Οι ήχοι της πόλης φτάνουν κοντά σου σαν απαλοί ψίθυροι—ένα γέλιο που ξεγλιστρά από κάποιο ανοιχτό παράθυρο, το χτύπημα των τακουνιών στο πλακόστρωτο, η φωνή ενός γονδολιέρη που τραγουδά για τους τουρίστες, αλλά ίσως, κατά βάθος, τραγουδά μόνο για τον εαυτό του.

Περπατώ χωρίς χάρτη, χωρίς να ψάχνω κάτι συγκεκριμένο.
Η Βενετία είναι η ιδανική πόλη για να χαθείς.

Σε προσκαλεί (ή, μάλλον σε προκαλεί), να αφεθείς στην ομορφιά της, να περιπλανηθείς ανέμελα στα εκατοντάδες στενάκια της.  Στέκομαι σε μια γέφυρα και κοιτάζω το νερό να ρέει αργά. Άραγε πόσοι άνθρωποι να έχουν ακουμπήσει τις ιστορίες τους εδώ πάνω;

Σκέφτομαι εμάς. Πόσες φορές προσπαθήσαμε να συναντηθούμε στο ίδιο σημείο, αλλά δεν καταφέραμε ποτέ να συγχρονιστούμε. Ήσουν πάντα βιαστικός. Ήθελες να ξέρεις τη διαδρομή. Έλεγες πως αν ξέρεις από πριν πού πας, δεν κινδυνεύεις να χαθείς.

Μα εγώ πάντα πίστευα πως κρύβεται ομορφιά στο να χάνεσαι. Κάτω από κάθε γέφυρα, το νερό κουβαλά μυστικά αιώνων, όπως κι εμείς κουβαλάμε τις σιωπές μας. Ίσως γι’ αυτό δεν ήμασταν φτιαγμένοι για το ίδιο ταξίδι. Εσύ ήθελες τον προορισμό. Εγώ, την πορεία.

Καμιά φορά, τα πιο όμορφα πράγματα βρίσκονται εκεί που δεν τα ψάχνεις. Ίσως και τα πιο αληθινά.

Ούτε που κατάλαβα πώς έφτασα στη Γέφυρα των Στεναγμών‧ εκεί όπου οι κρατούμενοι έριχναν μια τελευταία ματιά στην πόλη, πριν χαθούν για πάντα. Αναρωτιέμαι… πόσες φορές έχουμε αποχαιρετήσει ο ένας τον άλλον χωρίς να το ξέρουμε. Πόσα λόγια μείνανε μισά.

Στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, ένας μουσικός παίζει ένα παλιό βαλς. Η μελωδία μπλέκεται με τις φωνές των περαστικών. Ένα ζευγάρι χορεύει, αδιάφορο για τα βλέμματα γύρω του. Οι μάσκες στις βιτρίνες κοιτάζουν ανέκφραστες, σαν να ξέρουν περισσότερα απ’ όσα δείχνουν.

Και τότε μου έρχεται μια σκέψη:

Αν ήσουν εδώ, θα έψαχνες πάλι έναν δρόμο που βγάζει κάπου; Ή θα με άφηνες να σε πιάσω από το χέρι και να σε οδηγήσω σε ένα μέρος που δεν ξέρουμε το όνομά του; Σε ένα τραπέζι δίπλα στο νερό, να πιούμε κρασί χωρίς να ρωτήσουμε τι είναι. Να αφήσουμε τη νύχτα να μας παρασύρει, όπως κάνει το νερό με τα χαμένα γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον παραλήπτη τους.

Αλλά δεν είσαι εδώ.

Και ίσως, ακόμα κι αν ήσουν, να μην μπορούσες ποτέ να είσαι πραγματικά.

Μερικοί άνθρωποι δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο σημείο την ίδια στιγμή. Μπορεί να περνούν από τις ίδιες γέφυρες, αλλά σε διαφορετικές ώρες. Μπορεί να ακολουθούν τους ίδιους δρόμους, αλλά με άλλο ρυθμό.

Ίσως, τελικά, αυτή να είναι η Βενετία:
Μια πόλη φτιαγμένη για όσους αγαπούν να χάνονται.

Κι εγώ, για πρώτη φορά, δεν φοβάμαι να χαθώ.

Εγγραφείτε στο newsletter για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία μας νέα και να λαμβάνετε μηνιαία αποκλειστικά κείμενα!

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *