
Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη. Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως.
-Γιάννης Ρίτσος
Η σχέση μας θα χαρακτηριζόταν άνετα από πολλούς «σχέση μίσους και πάθους». Μίσος από τη δική μου πλευρά, πάθος από τη δική σου. Ειλικρινά, από την πρώτη στιγμή που βρέθηκες στον δρόμο μου, δεν λες να ξεκολλήσεις. Και, δυστυχώς για μένα, ήρθες πολύ, πολύ νωρίς.
Τι να σου πω τώρα; Ότι δεν σε αντέχω;
Ότι με πνίγεις; Είμαι σίγουρη ότι δεν θα καταλάβεις τίποτα από όλα αυτά. Είμαι σίγουρη πως, βαθιά μέσα σου, εσύ πιστεύεις ότι μου κάνεις καλό. Ότι με προστατεύεις. Ότι δεν με αφήνεις να αναλωθώ.
Και έχεις δίκιο. Γιατί, αν σε μισούσα όντως τόσο πολύ, γιατί δεν σε αφήνω να φύγεις από κοντά μου;
Γιατί είμαι γαντζωμένη πάνω σου; Ίσως φταίει το ότι συνήθισα να ακούω τη φωνή σου στα αφτιά μου. Απαλή, ήσυχη, συμπονετική, γλυκιά. Με αγκαλιάζει πάντα τόσο σφιχτά, που δύσκολα μπορώ να μείνω μακριά της. Αλλά ακόμα κι όταν πάω να κάνω ένα βήμα πιο πέρα από αυτό που με συμβουλεύει, γίνεται σκληρή, επιτακτική, δυνατή. Τόσο δυνατή, που πάλι τριγυρνάω στο πλευρό της, σαν παιδί θλιμμένο που το μάλωσε η μάνα του. Πληγωμένο που του τσάκισαν την επιθυμία, μα και αδύναμο να σηκώσει το ανάστημά του.
Δεν με έχεις τρομάξει ποτέ. Εκτός βέβαια από τις φορές που κοιτάζομαι στον καθρέφτη και σε βλέπω στα μάτια μου. Όσες φορές κι αν ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα, δεν σε είδα να απομακρύνεσαι. Η μόνη μου διαφυγή εκείνη την ώρα ήταν να φύγω από την αντανάκλαση του προσώπου μου.
Μπορώ να πω ότι περισσότερο μου δημιουργείς θυμό.
Νευριάζω απίστευτα κάθε φορά που το αόρατο χέρι σου αγγίζει το δικό μου, τις ώρες που επ’ ουδενί το έχω ανάγκη. Την ώρα που θα πατήσω λίγο παραπάνω το γκάζι, που θα πω μια βλακεία στην παρέα, που η κομμώτρια θα κόψει ένα πόντο παραπάνω από το μαλλί μου, που θα φάω μια πατάτα παραπάνω σε μια νυχτερινή έξοδο. Τι σκατά; Ζωή δεν έχεις εσύ;
Κι εκεί που καταλήγω, είναι το εξής: αν σε είχα μπροστά μου αληθινά κάποια στιγμή, θα σου έλεγα να πας να χεστείς. Θα σου έλεγα ένα απλό και δυνατό: ΑΣΕ ΜΕ ΗΣΥΧΗ ΠΙΑ! Δεν έχεις κανένα λόγο στη ζωή μου, στις αποφάσεις μου, στον εαυτό μου. Δεν ανέχομαι να μου λες τι να κάνω και πώς να είμαι. Γιατί, πολύ απλά, δεν σε βλέπω να τα κάνεις κι εσύ καλύτερα από εμένα στην τελική.
Θα ήθελα για μια στιγμή να σταματήσεις να είσαι τόσο εγωιστής και να αφήσεις για λίγο στην άκρη τις μαμαδίστικες αμπελοφιλοσοφίες και απλά να με δεις.
Δες με! Δες τι μπορώ να καταφέρω χωρίς το συνεχές μουρμουρητό σου στο κεφάλι μου. Δες με πόσα χρώματα μπορώ να στολίσω την ύπαρξή μου. Δες τι μπορώ να καταφέρω, χωρίς τις συμβουλές σου. Άσε με να σου αποδείξω για μια φορά το πόσο καλά μπορεί να πάει ό,τι κι αν βάλω ως στόχο. Άσε με, ρε φίλε, για μια φορά να κάνω λάθη, κι ας είναι λάθη. Και, τέλος, άσε με να είμαι για μια φορά ο εαυτός μου.
Κάπου εκεί έξω, υπάρχει μια όμορφη εκδοχή μου.
Μια εκδοχή που περιμένω να την ανακαλύψω. Μια εκδοχή που δεν θα βρω ποτέ, όσο σε κρατώ μανιακά στο μυαλό μου. Ξέρω, όλα για το καλό μου τα λες. Ξέρω, δεν φταις εσύ, εγώ σου δίνω την άδεια να σουλατσάρεις γύρω μου. Όμως, ρε φίλε, υπάρχουν στιγμές που, αλήθεια, το «όποιος φοβάται, πέφτει και κοιμάται» με διαλύει και μόνο σαν σκέψη. Τι θα καταλάβω από την ζωή, όσο σε κρατώ αλά μπρατσέτα;
Λοιπόν, μου κάνεις την χάρη να κάνεις πιο πέρα;
Σε βαρέθηκα. Βαρέθηκα να ζω με τον φόβο. Βαρέθηκα να βλέπω εσένα στα μάτια μου και όχι το φως μου. Κουράστηκα να απαρνιέμαι εμένα για να σε περιθάλπω.
Αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να πεις, μου αδειάζεις σε παρακαλώ τη γωνιά; Έτσι, για να δούμε πώς θα πάει αυτή τη φορά, χωρίς εσένα.